εὐάτριον — εὐά̱τριον , εὐάτριος masc/fem acc sg εὐά̱τριον , εὐάτριος neut nom/voc/acc sg εὐά̱τριον , εὐήτριος with good masc/fem acc sg (doric) εὐά̱τριον , εὐήτριος with good neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κομμώτριον — κομμώτριον, τὸ (Α) εργαλείο για την κόμμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κομμώ (ΙΙ) + κατάλ. τριον (ουδ. τού τήρ), πρβλ. διόπ τριον, σημάν τριον] … Dictionary of Greek
ποάστριον — τὸ, Α δρεπάνι για το κόψιμο τής πόας, τών χόρτων («ποάστριον δὲ τὸ νῡν χορτοκόπιον», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποάζω + επίθημα τριον (πρβλ. ζυγάσ τριον)] … Dictionary of Greek
φράτριον — of neut nom/voc/acc sg φρά̱τριον , φράτριος of masc acc sg φρά̱τριον , φράτριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλάδριον — και χαλάτριον και χαράδριον και χελάδριον, τὸ, ΜΑ στρώμα, στρωσίδι από ψάθα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαλάδριον ανάγεται στο θ. χαλα τού χαλῶ, άω «χαλαρώνω» (πρβλ. αόρ. χαλά σαι) και εμφανίζει επίθημα δριον, το οποίο έχει προέλθει από λ. σε δρος / δρον… … Dictionary of Greek
ἄτριον — neut nom/voc/acc sg ἄ̱τριον , ἤτριον warp neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ent- (better ant-?) (*ḫ-ent) — ent (better ant ?) (*ḫ ent) English meaning: to weave Deutsche Übersetzung: “anzetteln, weben” (??) Note: Root ent (better ant ?) : “to weave” derived from a truncated Root u̯ebh 1 : “to weave, plait” through an Illyr. Alb.… … Proto-Indo-European etymological dictionary